Ο Μπρούνο Μπέτελχάιμ στην Γοητεία των Παραμυθιών έχει αναλύσει εκτενώς την σχέση ανάμεσα στο παραμύθι και την ψυχανάλυση. Γράφει: «Οι μύθοι και τα παραμύθια απαντούν αιώνια ερωτήματα: πώς αλήθεια μοιάζει ο κόσμος; Πώς πρέπει να ζήσω τη ζωή μου μέσα σ’ αυτόν; Πώς μπορώ στ’ αλήθεια να είμαι ο εαυτός μου; Η απάντηση που δίνεται απ’ τον μύθο είναι οριστική, ενώ στο παραμύθι είναι υπαινισσόμενη∙ το μήνυμα του μπορεί να υπονοεί λύσεις, αλλά ποτέ δεν τις παρουσιάζει ξεκάθαρα. Τα παραμύθια αφήνουν στην φαντασία του παιδιού το αν και πώς θα εφαρμόσει το ίδιο αυτό που η ιστορία αποκαλύπτει για τη ζωή και την ανθρώπινη φύση».
Στην κινηματογραφική επιτυχία «Νέμο», ο πατέρας Μάρλιν έρχεται αντιμέτωπος με ένα πολύ τραυματικό γεγονός, χάνει τη σύζυγό του και μητέρα των αυγών του στα σαγόνια ενός καρχαρία, οπότε αναγκάζεται να αναθρέψει το μοναδικό του απόγονο μόνος. Ο μικρός Νέμο που γεννιέται με ένα πτερύγιο μικρότερο από το άλλο έχει φυσική περιέγεια και τόλμη την οποία ο πατέρας του αρνείται να επιτρέψει υπερπροστατεύοντάς τον. Ενώ ο Νέμο ανυπομονεί να πάει στο σχολείο ο πατέρας του δεν είναι έτοιμος να αφήσει το νεαρό να ανακαλύψει τον κόσμο με τα δικά του μάτια και επιλέγει να του παρουσιάζει τον κόσμο του βυθού ως ένα επικίνδυνο και απειλητικό κόσμο.
- Η σχέση πατέρα – γιου στο «Νέμο»
Στην πραγματικότητα, ο πατέρας Μάρλιν δεν έχει καταφέρει να ολοκληρώσει τη διαδικασία του πένθους για το χαμό της συντρόφου του και επιχειρεί μέσω της υπερπροστασίας του προς το γιο του να εξαλείψει κάθε πιθανότητα να συμβεί ξανά κάτι τυχαίο και τόσο τραυματικό. Προκειμένου να διαχειριστεί το πένθος του και να αποκτήσει τον έλεγχο στο περιβάλλον του, δημιουργεί μικρά «προστατευτικά» τελετουργικά όπως η επαναληπτική είσοδος και έξοδος από την ανεμώνα όπου μένει με το γιο του προκειμένου να εκφορτίσει το άγχος του. Όταν έρχεται για το Νέμο η στιγμή να δοκιμάσει τις δυνάμεις του επιλέγει να αμφισβητήσει όσα του έλεγε ο πατέρας του και εκδηλώνοντας γνωστική έπαρση να προσπαθήσει να του αποδείξει πως τα καταφέρνει μόνος και δε χρειάζεται την προστασία του πατέρα του.
Όταν ο Νέμο πιάνεται στο δίχτυ ενός δύτη που τον μεταφέρει σε ένα ενυδρείο στην Αυστραλία, ο Μάρλιν θα βρει το κουράγιο να αναζητήσει το γιο του από τη μια άκρη του ωκεανού στην άλλη. Το ταξίδι του Μάρλιν, η εκ νέου εκθεσή του σε επικίνδυνες καταστάσεις- γλιτώνει από καρχαρίες και από ψάρια της αβύσσου- και η γνωριμία του με ένα θηλυκό ψάρι του οποίου η μνήμη δε διαρκεί περισσότερο από κάποια λεπτά, τον φέρνει αντιμετώπο με τις φοβίες του αλλά και τον ωθεί ξανά στη ζωή.
Στο μεταξύ ο Νέμο, μέσα στο ενυδρείο περνά μια διαδικασία μύησης – που στην ταινία απεικονίζεται ως τελετουργικό καλωσορίσματος εκ μέρους των άλλων ψαριών - και μέσα από μια σειρά από δυσκολίες που συναντά διαπιστώνει πως ο πατέρας του δεν έιχε άδικο σε όλα. Όταν γιος και πατέρας θα ξανασυναντηθούν θα υπάρξει μαι νέα δοκιμασία που όμως θα ξεπεραστεί επειδή και οι δυο έχουν αποδεχθεί τη ζωή και τους κινδύνους που μπορεί να ελλοχεύουν και έχουν αναπτύξει τους κατάλληλους μηχανισμούς να τους αντιμετωπίζουν. Στο ταξίδι του γυρισμού ο Νέμο πιάνεται στα δίκτυα ενός αλειευτικού πλοίου αλλά έχοντας αποκτήσει πίστη στις δυνατότητές του πείθει τα άλλα ψάρια και κυρίως τον πατέρα του που αγωνιά κοιτώντας τον να σπρώξουν στην αντίθετη μεριά και να ανατρέψουν το πλοίο που θα τα ψάρευε. Ο πατέρας Μάρλιν αναγνωρίζει πως ο γιος του έχει μεγαλώσει και πως είναι ικανός να παίρνει γενναίες αποφάσεις όταν χρειάζεται. Του αφήνει πια το χώρο να διαφοροποιηθεί από εκείνον και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του.
Όταν τα δυο ψάρια επιστρέφουν στην ανεμώνα τους, ο Νέμο είναι ένα νεαρό ψάρι σίγουρο για τον εαυτό του και περήφανο για τον πατέρα του, ο οποίος έχει κοινωνικοποιηθεί και απολαμβάνει εκ νέου τυη συντροφιά ενός θηλυκού ψαριού. Η ιστορία του Μάρλιν και του Νέμο μας δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε πάνω στην περίπλοκη σχέση του πατέρα και του γιου. Όταν η οικογένεια περιλαμβάνει και τη μητέρα, ο ρόλος του πατέρα ως τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής είναι να λειτουργήσει ως τρίτος πόλος στο δεσμό του παιδιού με τη μητέρα και με έναν τρόπο να αποτελέσει το φορέα της ύπαρξης των άλλων ανθρώπων, της κοινωνίας, του Νόμου. Μετά τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής του παιδιού, ο πατέρας ενός αγοριού συνδέεται μαζί του περισσότερο μέσω του παιχνιδιού και των κοινών ενδιαφερόντων με μια επικοινωνία που στηρίζεται περισσότερο στο σώμα παρά στο λόγο.
Σε μια οικογένεια που η μητέρα είναι απούσα, ο πατέρας εξαναγκάζεται να παίξει και μέρος του ρόλου της μητέρας υιοθετώντας πιο προστατευτική στάση και χτίζοντας μια πιο αλλαηλεξαρτητική σχέση με το παιδί. Παρέχοντας φροντίδα στο παιδί, ο πατέρας μπορεί να εμφανίσει χαρακτηριστικά που αλλιώς μπορεί να μην έβγαιναν στην επιφάνεια όπως η υπερ- προστατευτικότητα. Όμως, η σχέση μεταξύ πατέρα και γιου –ιδιαίτερως- εξελίσσεται και εξομαλύνεται όταν ο γιος αναγνωρίσει την εμπειρία της ζωής του πατέρα και ο πατέρας αποδεχθεί το γεγονός πως ο γιος του πρέπει να τον ξεπεράσει για να πορευτεί στο δικό του μονοπάτι.
- Η σχέση μητέρας – κόρης στην «Κοραλάιν»Η ιστορία του Νηλ Γκέιμαν «Κοραλάιν» γράφτηκε αρχικά ως νουβέλα, έγινε κόμικ και κατόπιν κινηματογραφική ταινία κινουμένων σχεδίων. Πρόκειται για ένα μοντέρνο παραμύθι με προφανή ψυχαναλυτικά στοιχεία που μιλάει για τις σχέσεις μητέρας-κόρης μέσα από ένα πρίσμα τρομακτική φαντασίας.
Η Κοραλάιν είναι ένα κορίτσι γεμάτο περιέργεια και προ-εφηβική ενέργεια, που μόλις έχει μετακομίσει με την οικογένειά της σε ένα παλιό σπίτι, χωρισμένο τώρα σε διαμερίσματα στην Βρετανική επαρχία. Η Κοραλάιν βαριέται στο καινούριο σπίτι, μέχρι μια μέρα ανακαλύπτει στο σαλόνι μια κλειδωμένη πόρτα, που κάποτε οδηγούσε κάποτε σε ένα άλλο μέρος του σπιτιού που τώρα ανήκει σε ένα διαφορετικό διαμέρισμα. Το πέρασμα έχει χτιστεί με τούβλα. Το ίδιο βράδυ κάτι, μια περίεργη σκιά την οδηγεί στην ίδια πόρτα, που την βρίσκει ξεκλείδωτη και πίσω της όχι πια τον τούβλινο τοίχο, μα ένα σκοτεινό διάδρομο που την οδηγεί απευθείας σ’ ένα μυστήριο μέρος, ένα μέρος που είναι το δικό της σπίτι, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι, ένα μέρος σκοτεινό όπου συναντά την παραμορφωμένη φιγούρα της «άλλης μητέρας», έναν «άλλο πατέρα», «άλλους γείτονες», ένα «άλλο σπίτι»∙ είναι ένα εναλλακτικό σύμπαν όπου μόνο εκείνη παραμένει η ίδια κι ακέραια.
Η παρουσία της μητέρας μέσα στην ιστορία οφείλει να εξυπηρετεί κάποια λειτουργικότητα, πρέπει να υπάρχει ένας λόγος για το ότι η Κοραλάιν πρέπει να αντιμετωπίσει, να πολεμήσει και να νικήσει την «άλλη μητέρα». Η σχέση ανάμεσα σε μητέρα και κόρη είναι το πιο προφανές στοιχείο στην ιστορία, και με την πιο προφανή ψυχαναλυτική λειτουργία.
Η «άλλη μητέρα» είναι ένα τρομερό ον που προσφέρει όλα όσα το παιδί επιθύμησε ποτέ με μοναδικό αντάλλαγμα την αιώνια αφοσίωση ψυχή τε και σώματι, την υπόσχεση πώς το παιδί θα μείνει μαζί της, θα την αγαπά και θα της επιτρέψει να ράψει κουμπιά στη θέση των ματιών του. Η «άλλη μητέρα» στην Κοραλάιν είναι μια πολυεπίπεδη οντότητα, στοργική και φρικαλέα, τυραννική και αφοσιωμένη. Η Κοραλάιν πρέπει να νικήσει την «άλλη μητέρα» στο ίδιο της το παιχνίδι, πρέπει να νικήσει μια δεσποτική, περιοριστική, αυταρχική μητέρα και την ίδια της την εξάρτηση απ’ αυτή, για να αποκτήσει μια ανεξάρτητη προσωπικότητα, μακριά απ’ τους ψυχολογικούς περιορισμούς που κυριαρχούν στην σχέση μητέρας-βρέφους.
Ο πραγματικός στόχος είναι η οικοδόμηση μια υγιούς σχέσης με την μητέρα∙ για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος η Κοραλάιν πρέπει να προκαλέσει μια διάσπαση του αντικειμένου στα δυο, να απομονώσει το απόλυτο κακό και να πείσει τον εαυτό της πως αυτή που πολεμά είναι μια «άλλη μητέρα», κάτι δαιμονικό και καταχθόνιο. Η Κοραλάιν πρέπει να αφοπλίσει το τέρας για να κρατήσει την δική της ακεραιότητα και να καταφέρει στο τέλος να κερδίσει πίσω τους αληθινούς γονείς της, την αγαπημένη, καλόκαρδη μητέρα. Η Μέλανι Κλάιν περιγράφει πώς «αισθήματα μίσους και επιθετικότητας γεννιούνται όταν [το μωρό] κυριαρχείται από την παρόρμηση του να καταστρέψει το ίδιο πρόσωπο που είναι το αντικείμενο όλων του των επιθυμιών, αυτό [το αντικείμενο] που είναι στο μυαλό του συνδεδεμένο με όλα όσα βιώνει –όλα τα καλά και τα κακά». Στην ιστορία η Κοραλάιν πρέπει οπωσδήποτε να καταστρέψει την «άλλη μητέρα», πριν η «άλλη μητέρα» καταστρέψει εκείνη και τους αληθινούς γονείς της, δηλαδή τη σχέση με τους γονείς της και τον κόσμο.
Μέσα από μια γοτθική αισθητική γεμάτη σκοτεινά στοιχεία, η ιστορία παρουσιάζει υπέροχα την ψυχαναλυτική αλήθεια της σχέσης ανάμεσα σε μητέρα και κόρη. Ακόμα και αφού η Κοραλάιν έχει νικήσει την «άλλη μητέρα», το ακρωτηριασμένο χέρι του τέρατος την ακολουθεί στον πραγματικό κόσμο για να ξανακερδίσει το κλειδί για την πόρτα του σαλονιού, και να ξαναθέσει σε λειτουργία τα πονηρά της σχέδια. Η Κοραλάιν πρέπει να πετάξει το κλειδί και το χέρι μέσα σ’ ένα απύθμενο πηγάδι και να το σκεπάσει με βαριές σανίδες. Η νίκη της είναι μείζων, αλλά δεν είναι οριστική, έχει πετάξει το σύμβολο του τέρατος μέσα στο πηγάδι, το έχει υπερνικήσει, αλλά δεν το έχει εξολοθρεύσει, γιατί σ’ αυτό τον πόλεμο δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωτική νίκη.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:Bruno Bettelheim, The Uses of Enchantment (New York: Vintage Books, 1977). p. 45.
Melanie Klein and Joan Riviere, Love, Hate and Reparation (New York, etc.,: W.W. Norton, 1964). p. 58.Σίνγκμουντ Φρόυντ, «Πένθος και μελαγχολία», εκδόσεις Επίκουρος
Ζακ Λακάν, «Τα ονόματα του Πατρός», εκδόσεις Ψυχογιός
Γαλανάκη Ευαγγελία, «Θέματα αναπτυξιακής ψυχολογίας», εκδόσεις Ατραπός
Πηγή: Ψυχογραφήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου