Της Αγγέλικας Ψαρά, αναδημοσίευση από το ιστολόγιο "Ενθέματα"
Εύλογη η αγανάκτηση που προκάλεσαν οι πρόσφατες δηλώσεις Λοβέρδου. Είναι πράγματι εξωφρενική η πρόταση του υπουργού Υγείας να απελαύνονται οι «αλλοδαπές ιερόδουλες φορείς του AIDS», προκειμένου να πάψουν να συνιστούν απειλή για την ελληνική οικογένεια, καθώς η ασθένεια μεταδίδεται από την «παράνομη μετανάστρια» στον «Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια».
Μόνο που οι δηλώσεις αυτές υπήρξαν σκόπιμα προκλητικές, όπως σκόπιμα προκλητικό υπήρξε προ καιρού και το διττό προανάκρουσμά τους: η υποστήριξη της θανατικής ποινής και η ανοίκεια επίθεση στους απεργούς πείνας της Υπατίας. Ενόψει και της επικείμενης αναμέτρησης για την αρχηγία του κόμματος, ο κ. Λοβέρδος θεώρησε για μια ακόμη φορά χρήσιμο να κλείσει το μάτι σε απόψεις που, απ’ ό,τι προφανώς εικάζει, αλλά και απ’ ό,τι φαίνεται, έχουν πια πέραση σε ευρύτερα ακροατήρια από παλιότερα. Εννοείται πως η Χρυσή Αυγή έσπευσε ήδη να εκφράσει την ευαρέσκειά της για την υπουργική παρρησία. Από την πλευρά τους, οι συγκυβερνώντες του ΛΑΟΣ παρέμειναν σιωπηλοί. Ούτως ή άλλως, η ηγεμονία κάποιων ξενόφοβων θέσεών τους μοιάζει εδώ και καιρό αδιαμφισβήτητη.
Σε ποια ωστόσο συμφραζόμενα κρίνονται πολιτικά αποδοτικές τόσο ακραίες διατυπώσεις; Με άλλα λόγια: Πώς η αγοραπωλησία και ο βιασμός διαρκείας ανήλικων γυναικών από την Αφρική μεταμφιέζονται σε πρόβλημα του εγχώριου νοικοκυραίου που «ξέχασε» να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό; Έχω την εντύπωση ότι, στο κλίμα των ημερών, η επίκληση της «ελληνικής οικογένειας», δηλαδή μιας οικογένειας με ρητό τον εθνικό προσδιορισμό της, έχει αποκτήσει τη δύναμη να καθιστά αόρατα κάμποσα στυγερά εγκλήματα που διαπράττονται καθημερινά στο βωμό της υποτιθέμενης ασφάλειάς της. Όλο και συχνότερες, οι αναφορές στην «ελληνική οικογένεια» έχουν τις ολέθριες και απολύτως υλικές επιπτώσεις τους για εκείνους και εκείνες που δεν εμπίπτουν στη συγκεκριμένη φαντασιακή κατηγορία — κατά κύριο λόγο άνδρες και γυναίκες που δεν έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την πολύτιμη, όπως αποδεικνύεται, ιδιότητα του έλληνα πολίτη. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Την ίδια ώρα, η προσφυγή στην «ελληνική οικογένεια» κουβαλά νοήματα που επιδιώκουν να λειτουργήσουν κανονιστικά και για όσα υποκείμενα δεν αντιμετωπίζουν επισήμως πρόβλημα «εντοπιότητας» — πόσο μάλλον που η «εντοπιότητα» στην περίπτωση αυτή δεν προκύπτει αποκλειστικά από τον τόπο καταγωγής ή/και παραμονής, αλλά προϋποθέτει την πειθάρχηση σε ένα ολόκληρο πλέγμα σιωπηλά «εγκεκριμένων» κοινωνικών και ατομικών κανόνων. Ας μην πολυλογήσω άλλο: τα νοήματα αυτά που δεν κατονομάζονται, αλλά συνηχούν με τις δύο τόσο αθώες κατά τα λοιπά λέξεις, διαθέτουν ιδιαίτερο ειδικό βάρος. Γιατί ακουμπούν καίριες πτυχές της ζωής των ανθρώπων.
Καιρός να διατυπώσω καθαρά τη σκέψη μου — κι ας ξέρω πως δεν μπορώ να την υποστηρίξω με τη σιγουριά που θα επιθυμούσα: τη χρονιά που πέρασε, το διαβόητο καθεστώς δημοσιονομικής έκτακτης ανάγκης προκάλεσε κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις, οι οποίες συνοδεύτηκαν από τη διάχυση λόγων βασισμένων (και) στην υπόρρητη σκλήρυνση των έμφυλων ιεραρχιών. Στον πυρήνα των λόγων αυτών θα συναντήσουμε και τις νέες –ή, μήπως, αρχαϊκές;– εννοιολογήσεις της «ελληνικής οικογένειας». Είναι προφανές ότι οι τρέχουσες αναλύσεις της κρίσης επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές επιπτώσεις της, ενώ εξαιρετικά περιορισμένες υπήρξαν οι προσεγγίσεις των «παράπλευρων» συνεπειών της. (Θα ξεχώριζα εδώ κάποιες ενδιαφέρουσες απόπειρες ανάγνωσης της συγκυρίας με γνώμονα τις σχετικές εξελίξεις στον τομέα των δικαιωμάτων.) Ούτως ή άλλως, ακόμη και τα στοιχειωδέστερα στατιστικά δεδομένα υποδεικνύουν τον άνισο κατά φύλο καταμερισμό του βάρους των νέων οικονομικών δεδομένων (επισφάλεια, ανεργία, συρρίκνωση κοινωνικών δικαιωμάτων κ.ο.κ.). Η αυτόματη, ωστόσο, αναγωγή στην «ελληνική οικογένεια» έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: οι καιροί δεν σηκώνουν τις περιττές ανησυχίες άλλων εποχών. Άνδρες και γυναίκες οφείλουν να βιώσουν την κρίση μέσα από την εσωτερίκευση της σημασίας –«οικογενειακής» και «εθνικής»– των έμφυλων ρόλων τους. Στις τρέχουσες συνθήκες, και ενώ οι παλιές και γνώριμες συνδηλώσεις της «ελληνικής οικογένειας» παραμένουν ενεργές, παγιώνονται ταυτόχρονα και τα σύγχρονα, κατά τι τροποποιημένα, περιεχόμενά της: έτσι, η έμφαση στην «ελληνικότητα» της πρότυπης οικογένειας υπογραμμίζει τη διάκρισή της από κάποιες άλλες οικογένειες, η «μη ελληνικότητα» των οποίων τις τοποθετεί εκ προοιμίου σε διαφορετική μοίρα.
Στο κλίμα αυτό, δεν είναι παράδοξη η –συχνά ασυναίσθητη– διάδοση στη δημόσια σφαίρα σεξιστικών και ρατσιστικών προκαταλήψεων, τις οποίες κάποτε θεωρούσαμε αποκλειστικότητα της ακροδεξιάς ρητορείας. Άπειρα τα παραδείγματα τη χρονιά που μας πέρασε, υποδηλώνουν ότι σε περιόδους κρίσης η αμφισβήτηση των «κεκτημένων» είναι πολλών λογιών. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τα όσα «ανδροπρεπή» και «πατριωτικά» ακούστηκαν με αφορμή την υπόθεση Στρος-Καν; Την αντιμετώπιση της Εύας Καϊλή από πολιτικούς και δημοσιογράφους ολόκληρου του φάσματος, αριστερών συμπεριλαμβανομένων, όταν αποτόλμησε να διαφωνήσει με τον τότε πρωθυπουργό; Ή, μήπως, ότι πέρασε σχεδόν απαρατήρητος ο «Οδηγός του Πολίτη» της ΕΛ.ΑΣ., ο οποίος συνιστά στις γυναίκες να μη μετακινούνται μετά τη δύση του ήλιου παρά μόνον όταν είναι απαραίτητο, σε κάθε περίπτωση να ειδοποιούν κάποιον γνωστό για το πού πηγαίνουν, αλλά και να μάθουν να ζουν στο σπίτι τους με τραβηγμένες τις κουρτίνες;
Το νήμα που συνδέει τους έμφυλους αυτούς λόγους με την έμμονη προσκόλληση στην «ελληνική οικογένεια» είναι, νομίζω, προφανές: σε καιρούς χαλεπούς, η οικογενειακή συσσωμάτωση των αυτοχθόνων εμφανίζεται σαν το μοναδικό ανάχωμα που μπορεί να εγγυηθεί μια σχετική προστασία από τα δεινά της κρίσης. Αρκεί να θυμηθούμε την ανεκδιήγητη εκείνη υπόσχεση του Γ. Παπανδρέου ότι θα φροντίσει να εξασφαλίσει μία τουλάχιστον θέση εργασίας ανά οικογένεια. Καθώς, λοιπόν, την εποχή αυτή το «μείζον» έρχεται να διεκδικήσει την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία του, το «έλασσον» –το κάθε λογής «έλασσον»– χάνει διαμιάς την όποια νομιμοποίηση είχε κατακτήσει τα τελευταία χρόνια. «Καλή είναι η ισότητα, αλλά η σωτηρία της χώρας είναι ο υπέρτατος στόχος», όπως διαβάσαμε προ καιρού και στην Καθημερινή (14.9.2011). Πόσες άλλες «πολυτέλειες» θα μπορούσαν να συναριθμηθούν με την απειλητική «ισότητα», ικανές κι αυτές να μας αποπροσανατολίσουν από τον «υπέρτατο στόχο»;
Τις παραμονές των Χριστουγέννων, σε συνάντησή του με εκπροσώπους της Ομοσπονδίας Πολυμελών Οικογενειών με Τρία Τέκνα Ελλάδας, ο Αλέξης Τσίπρας θεώρησε σκόπιμο να δηλώσει ότι το «δημογραφικό πρόβλημα» της χώρας «παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις», καθώς και ότι «είναι πολύ πιθανό την επόμενη δεκαετία να αντιμετωπίσουμε το θέμα του αφανισμού της ελληνικής οικογένειας» (20.12.2011). Σκέφτομαι ότι θα ήταν πολύ εύκολο στον πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίξει, εφόσον τα θεωρεί δίκαια, τα αιτήματα των τριτέκνων, χωρίς να αισθανθεί υποχρεωμένος να υιοθετήσει την (και) εθνικιστική ρητορεία με τη βοήθεια της οποίας τα οικονομικά προβλήματα των πολύτεκνων οικογενειών μετασχηματίζονται αυτομάτως σε κινδυνολογία για το διαβόητο «δημογραφικό πρόβλημα» της χώρας. Κι αναρωτιέμαι πότε επιτέλους θα αντιληφθεί η ηγεσία της Αριστεράς –της Αριστεράς, τουλάχιστον, που με ενδιαφέρει– ότι οι υποχωρήσεις της στα «ελάσσονα» υπονομεύουν την αποτελεσματικότητά της στα «μείζονα» που επαγγέλλεται.
ΥΓ. Τις ημέρες αυτές, η σκέψη μου είναι στους ανθρώπους της Ελευθεροτυπίας: τους συντρόφους μου του «Ιού», τους φίλους, τους συναδέλφους. Ταλαιπωρούνται από τις αδιανόητες επιλογές ιδιοκτησίας και διεύθυνσης, οι οποίες, όπως αποδείχθηκε, θεώρησαν ότι θα διασωθούν μέσα από το δρόμο της παρενδυσίας. Όπως ξόρκισαν το φύλο τους στην ταυτότητα της εφημερίδας («εκδότης» η Μάνια Τεγοπούλου, «διευθυντής» η Κύρα Αδάμ), έτσι εφάρμοσαν και την πιο σκληρή «μνημονιακή» πολιτική στο όνομα του αγώνα κατά του Μνημονίου.
Εύλογη η αγανάκτηση που προκάλεσαν οι πρόσφατες δηλώσεις Λοβέρδου. Είναι πράγματι εξωφρενική η πρόταση του υπουργού Υγείας να απελαύνονται οι «αλλοδαπές ιερόδουλες φορείς του AIDS», προκειμένου να πάψουν να συνιστούν απειλή για την ελληνική οικογένεια, καθώς η ασθένεια μεταδίδεται από την «παράνομη μετανάστρια» στον «Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια».
Μόνο που οι δηλώσεις αυτές υπήρξαν σκόπιμα προκλητικές, όπως σκόπιμα προκλητικό υπήρξε προ καιρού και το διττό προανάκρουσμά τους: η υποστήριξη της θανατικής ποινής και η ανοίκεια επίθεση στους απεργούς πείνας της Υπατίας. Ενόψει και της επικείμενης αναμέτρησης για την αρχηγία του κόμματος, ο κ. Λοβέρδος θεώρησε για μια ακόμη φορά χρήσιμο να κλείσει το μάτι σε απόψεις που, απ’ ό,τι προφανώς εικάζει, αλλά και απ’ ό,τι φαίνεται, έχουν πια πέραση σε ευρύτερα ακροατήρια από παλιότερα. Εννοείται πως η Χρυσή Αυγή έσπευσε ήδη να εκφράσει την ευαρέσκειά της για την υπουργική παρρησία. Από την πλευρά τους, οι συγκυβερνώντες του ΛΑΟΣ παρέμειναν σιωπηλοί. Ούτως ή άλλως, η ηγεμονία κάποιων ξενόφοβων θέσεών τους μοιάζει εδώ και καιρό αδιαμφισβήτητη.
Σε ποια ωστόσο συμφραζόμενα κρίνονται πολιτικά αποδοτικές τόσο ακραίες διατυπώσεις; Με άλλα λόγια: Πώς η αγοραπωλησία και ο βιασμός διαρκείας ανήλικων γυναικών από την Αφρική μεταμφιέζονται σε πρόβλημα του εγχώριου νοικοκυραίου που «ξέχασε» να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό; Έχω την εντύπωση ότι, στο κλίμα των ημερών, η επίκληση της «ελληνικής οικογένειας», δηλαδή μιας οικογένειας με ρητό τον εθνικό προσδιορισμό της, έχει αποκτήσει τη δύναμη να καθιστά αόρατα κάμποσα στυγερά εγκλήματα που διαπράττονται καθημερινά στο βωμό της υποτιθέμενης ασφάλειάς της. Όλο και συχνότερες, οι αναφορές στην «ελληνική οικογένεια» έχουν τις ολέθριες και απολύτως υλικές επιπτώσεις τους για εκείνους και εκείνες που δεν εμπίπτουν στη συγκεκριμένη φαντασιακή κατηγορία — κατά κύριο λόγο άνδρες και γυναίκες που δεν έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν την πολύτιμη, όπως αποδεικνύεται, ιδιότητα του έλληνα πολίτη. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Την ίδια ώρα, η προσφυγή στην «ελληνική οικογένεια» κουβαλά νοήματα που επιδιώκουν να λειτουργήσουν κανονιστικά και για όσα υποκείμενα δεν αντιμετωπίζουν επισήμως πρόβλημα «εντοπιότητας» — πόσο μάλλον που η «εντοπιότητα» στην περίπτωση αυτή δεν προκύπτει αποκλειστικά από τον τόπο καταγωγής ή/και παραμονής, αλλά προϋποθέτει την πειθάρχηση σε ένα ολόκληρο πλέγμα σιωπηλά «εγκεκριμένων» κοινωνικών και ατομικών κανόνων. Ας μην πολυλογήσω άλλο: τα νοήματα αυτά που δεν κατονομάζονται, αλλά συνηχούν με τις δύο τόσο αθώες κατά τα λοιπά λέξεις, διαθέτουν ιδιαίτερο ειδικό βάρος. Γιατί ακουμπούν καίριες πτυχές της ζωής των ανθρώπων.
Καιρός να διατυπώσω καθαρά τη σκέψη μου — κι ας ξέρω πως δεν μπορώ να την υποστηρίξω με τη σιγουριά που θα επιθυμούσα: τη χρονιά που πέρασε, το διαβόητο καθεστώς δημοσιονομικής έκτακτης ανάγκης προκάλεσε κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις, οι οποίες συνοδεύτηκαν από τη διάχυση λόγων βασισμένων (και) στην υπόρρητη σκλήρυνση των έμφυλων ιεραρχιών. Στον πυρήνα των λόγων αυτών θα συναντήσουμε και τις νέες –ή, μήπως, αρχαϊκές;– εννοιολογήσεις της «ελληνικής οικογένειας». Είναι προφανές ότι οι τρέχουσες αναλύσεις της κρίσης επικεντρώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές επιπτώσεις της, ενώ εξαιρετικά περιορισμένες υπήρξαν οι προσεγγίσεις των «παράπλευρων» συνεπειών της. (Θα ξεχώριζα εδώ κάποιες ενδιαφέρουσες απόπειρες ανάγνωσης της συγκυρίας με γνώμονα τις σχετικές εξελίξεις στον τομέα των δικαιωμάτων.) Ούτως ή άλλως, ακόμη και τα στοιχειωδέστερα στατιστικά δεδομένα υποδεικνύουν τον άνισο κατά φύλο καταμερισμό του βάρους των νέων οικονομικών δεδομένων (επισφάλεια, ανεργία, συρρίκνωση κοινωνικών δικαιωμάτων κ.ο.κ.). Η αυτόματη, ωστόσο, αναγωγή στην «ελληνική οικογένεια» έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους: οι καιροί δεν σηκώνουν τις περιττές ανησυχίες άλλων εποχών. Άνδρες και γυναίκες οφείλουν να βιώσουν την κρίση μέσα από την εσωτερίκευση της σημασίας –«οικογενειακής» και «εθνικής»– των έμφυλων ρόλων τους. Στις τρέχουσες συνθήκες, και ενώ οι παλιές και γνώριμες συνδηλώσεις της «ελληνικής οικογένειας» παραμένουν ενεργές, παγιώνονται ταυτόχρονα και τα σύγχρονα, κατά τι τροποποιημένα, περιεχόμενά της: έτσι, η έμφαση στην «ελληνικότητα» της πρότυπης οικογένειας υπογραμμίζει τη διάκρισή της από κάποιες άλλες οικογένειες, η «μη ελληνικότητα» των οποίων τις τοποθετεί εκ προοιμίου σε διαφορετική μοίρα.
Στο κλίμα αυτό, δεν είναι παράδοξη η –συχνά ασυναίσθητη– διάδοση στη δημόσια σφαίρα σεξιστικών και ρατσιστικών προκαταλήψεων, τις οποίες κάποτε θεωρούσαμε αποκλειστικότητα της ακροδεξιάς ρητορείας. Άπειρα τα παραδείγματα τη χρονιά που μας πέρασε, υποδηλώνουν ότι σε περιόδους κρίσης η αμφισβήτηση των «κεκτημένων» είναι πολλών λογιών. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τα όσα «ανδροπρεπή» και «πατριωτικά» ακούστηκαν με αφορμή την υπόθεση Στρος-Καν; Την αντιμετώπιση της Εύας Καϊλή από πολιτικούς και δημοσιογράφους ολόκληρου του φάσματος, αριστερών συμπεριλαμβανομένων, όταν αποτόλμησε να διαφωνήσει με τον τότε πρωθυπουργό; Ή, μήπως, ότι πέρασε σχεδόν απαρατήρητος ο «Οδηγός του Πολίτη» της ΕΛ.ΑΣ., ο οποίος συνιστά στις γυναίκες να μη μετακινούνται μετά τη δύση του ήλιου παρά μόνον όταν είναι απαραίτητο, σε κάθε περίπτωση να ειδοποιούν κάποιον γνωστό για το πού πηγαίνουν, αλλά και να μάθουν να ζουν στο σπίτι τους με τραβηγμένες τις κουρτίνες;
Το νήμα που συνδέει τους έμφυλους αυτούς λόγους με την έμμονη προσκόλληση στην «ελληνική οικογένεια» είναι, νομίζω, προφανές: σε καιρούς χαλεπούς, η οικογενειακή συσσωμάτωση των αυτοχθόνων εμφανίζεται σαν το μοναδικό ανάχωμα που μπορεί να εγγυηθεί μια σχετική προστασία από τα δεινά της κρίσης. Αρκεί να θυμηθούμε την ανεκδιήγητη εκείνη υπόσχεση του Γ. Παπανδρέου ότι θα φροντίσει να εξασφαλίσει μία τουλάχιστον θέση εργασίας ανά οικογένεια. Καθώς, λοιπόν, την εποχή αυτή το «μείζον» έρχεται να διεκδικήσει την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία του, το «έλασσον» –το κάθε λογής «έλασσον»– χάνει διαμιάς την όποια νομιμοποίηση είχε κατακτήσει τα τελευταία χρόνια. «Καλή είναι η ισότητα, αλλά η σωτηρία της χώρας είναι ο υπέρτατος στόχος», όπως διαβάσαμε προ καιρού και στην Καθημερινή (14.9.2011). Πόσες άλλες «πολυτέλειες» θα μπορούσαν να συναριθμηθούν με την απειλητική «ισότητα», ικανές κι αυτές να μας αποπροσανατολίσουν από τον «υπέρτατο στόχο»;
Τις παραμονές των Χριστουγέννων, σε συνάντησή του με εκπροσώπους της Ομοσπονδίας Πολυμελών Οικογενειών με Τρία Τέκνα Ελλάδας, ο Αλέξης Τσίπρας θεώρησε σκόπιμο να δηλώσει ότι το «δημογραφικό πρόβλημα» της χώρας «παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις», καθώς και ότι «είναι πολύ πιθανό την επόμενη δεκαετία να αντιμετωπίσουμε το θέμα του αφανισμού της ελληνικής οικογένειας» (20.12.2011). Σκέφτομαι ότι θα ήταν πολύ εύκολο στον πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίξει, εφόσον τα θεωρεί δίκαια, τα αιτήματα των τριτέκνων, χωρίς να αισθανθεί υποχρεωμένος να υιοθετήσει την (και) εθνικιστική ρητορεία με τη βοήθεια της οποίας τα οικονομικά προβλήματα των πολύτεκνων οικογενειών μετασχηματίζονται αυτομάτως σε κινδυνολογία για το διαβόητο «δημογραφικό πρόβλημα» της χώρας. Κι αναρωτιέμαι πότε επιτέλους θα αντιληφθεί η ηγεσία της Αριστεράς –της Αριστεράς, τουλάχιστον, που με ενδιαφέρει– ότι οι υποχωρήσεις της στα «ελάσσονα» υπονομεύουν την αποτελεσματικότητά της στα «μείζονα» που επαγγέλλεται.
ΥΓ. Τις ημέρες αυτές, η σκέψη μου είναι στους ανθρώπους της Ελευθεροτυπίας: τους συντρόφους μου του «Ιού», τους φίλους, τους συναδέλφους. Ταλαιπωρούνται από τις αδιανόητες επιλογές ιδιοκτησίας και διεύθυνσης, οι οποίες, όπως αποδείχθηκε, θεώρησαν ότι θα διασωθούν μέσα από το δρόμο της παρενδυσίας. Όπως ξόρκισαν το φύλο τους στην ταυτότητα της εφημερίδας («εκδότης» η Μάνια Τεγοπούλου, «διευθυντής» η Κύρα Αδάμ), έτσι εφάρμοσαν και την πιο σκληρή «μνημονιακή» πολιτική στο όνομα του αγώνα κατά του Μνημονίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου