Ποτέ δεν πίστεψα ότι μια επιλογή μπορεί να είναι αμετάκλητη. Μια επιλογή επιλέγεται συνεχώς.
Μπορεί η κοινή ζωή και σχέση ενός Ζαν Πολ Σαρτρ και μιας Σιμόν ντε Μποβουάρ να αποτελέσουν περιεχόμενο βιβλίου που διαβάζεται με την ηδονή να τρέχει από τα δάχτυλα που το ξεφυλλίζουν; Αν η απάντηση ήταν όχι, δεν θα ασχολούμασταν καν...
Το έργο των δύο διανοητών δεν χρειάζεται κανένα μεσολαβητή, εφόσον μιλάει (αλλά και κρίνεται) από μόνο του και ιδίως σήμερα που κάθε αγιοποίηση ακούγεται σαν ανέκδοτο. Ο κοινός τους βίος όμως, τόσο στενά δεμένος με το έργο αυτό αλλά και το φιλοσοφικο-λογοτεχνικο-ερωτικό σύμπαν τους, σαφώς μας ενδιαφέρει. Όχι επειδή είμαστε ηδονοβλεψίες (δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες “πικάντικες” σκηνές εδώ μέσα) αλλά επειδή έχει τεράστιο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς με ποιο τρόπο αυτοί οι μανιώδεις της γραφής και της ανάγνωσης μετέτρεψαν τη φιλοσοφία σε ζωή και δοκίμασαν το πρακτικά αδιανόητο στον έρωτα (την πολυγαμία και την ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων). Να δούμε πότε το κατάφεραν ευφυώς και πότε απέτυχαν παταγωδώς.
Η βιογράφος αυτής της “αιρετικής” σχέσης κάνει για μας όλη τη βρομοδουλειά, σκάβοντας στην προσωπική αλληλογραφία του ζεύγους μεταξύ τους ή με τρίτους, στα άρθρά τους σε κάθε έντυπο, σε ανέκδοτο υλικό αλλά και συνομιλώντας προσωπικά με πλείστους εμπλεγμένους. Χάρη στη χειρουργική αυτή αναβίωση, συνοδοιπορούμε στη μεγάλη περιπέτεια της ζωής τους.
Και με σένα, και χωρίς εσένα.
Βλέπω ένα νεαρό Σ. να θέλει να γοητεύσει τους πάντες και κυρίως τις γυναίκες, κι εφόσον αδυνατεί με τα σωματικά του χαρίσματα (με εκείνο το άγαρμπο, διόλου ελκυστικό σώμα, κι έχοντας χάσει σχεδόν ολοκληρωτικά το φως από το δεξί του μάτι από την ηλικία των δύο με αποτέλεσμα να αλληθωρίζει), βάζει σκοπό να το καταφέρει με τις λέξεις.
Βρίσκει τη συνοδοιπόρο του. Τυλίγουν το δεσμό τους με την υπόσχεση της απόλυτης διαφάνειας και ειλικρίνειας, ανταλλάζοντας με ευχαρίστηση κάθε μύχια λεπτομέρεια της ζωής τους και ρίχνοντας στα σκουπίδια την ιδέα της εχεμύθειας, ως “κατάλοιπο της μικροαστικής υποκρισίας”. Απορρίπτουν τον γάμο ως ανήθικο και τη συμβίωση ως εκφυλιστική ρουτίνα. Αρνούνται τη μονογαμία, αντιπροτείνοντας ελευθερία και σταθερότητα, περιστασιακές σχέσεις και δέσμευση άλλου τύπου. Διεκδικούν την απόλυτη ατομική ελευθερία και συμφωνούν να μη στερήσουν από τους εαυτούς τους δευτερεύουσες και παρορμητικές σχέσεις, κυνηγώντας τις εμπειρίες ακόμα και του “τυχαίου” έρωτα. Για να μη ζήσουν “την μόνιμη δυσαρέσκεια των εραστών”.
Κανόνας μας είναι ο εαυτός μας κι ο ίδιος δημιουργεί τους κανόνες του.
Η υπαρξιστική φιλοσοφία του Σ. διαπνεόταν από μια απόλυτη βουλησιαρχική αντίληψη: Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος γι’ αυτό που είναι, δημιουργεί τον εαυτό του, επιλέγει τις ιδιότητές του. Είμαστε μόνοι μας, χωρίς δικαιολογίες, είμαστε το σύνολο των πράξεών μας. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος κι η ελευθερία εμπεριέχει την αγωνία της επιλογής, το βάρος της ευθύνης. Κανείς δεν πρέπει να χρησιμοποιεί τα συναισθήματά του ως δικαιολογία – τα δάκρυα και η κακοκεφιά είναι αδυναμίες. Με τη δύναμη της θέλησης μπορεί καθένας να ξεπεράσει όλων των ειδών τα συναισθήματα, τις ταλαιπωρίες και τα εμπόδια και να γίνει πλήρως αυτόνομος. Αντιπροσωπευτικό ήρωα του υπαρξισμού θεωρούσε τον Ζαν Ζενέ, εφόσον εκείνος, παρά το ατυχέστατο ξεκίνημά του, επέλεξε να γίνει συγγραφέας δημιουργώντας το θετικό μέσα το αρνητικό.
Η μετατροπή της ζωής τους σε αφήγημα αποτελούσε την πιο φιλήδονη ευχαρίστησή τους. Έγραφαν στα παρισινά καφέ, ανάμεσα στο θόρυβο των φλιτζανιών και το σαματά των φωνών. Κάθε εξωτερικός χώρος τούς ήταν οικείος, όσο και τα δωμάτια των ξενοδοχείων που άλλαζαν ακατάπαυστα. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Σ., προτιμούσε να κάθεται σε καρέκλα που δεν ανήκει σε κανέναν ή ανήκει σε όλους. “Δεν είχε τίποτα στην ιδιοκτησία του, ούτε καν κρεβάτι, ξόδευε τα χρήματά του αμέσως μόλις τα κέρδιζε, χάριζε τα βιβλία του, πρόσφερε χωρίς δεύτερη σκέψη τα χρήματά του, τον χρόνο του, τον ίδιο του τον εαυτό, έδινε αδιάκοπα χωρίς να περιμένει αντάλλαγμα, δεν είχε την ανάγκη κανενός”. Αρεσκόταν να εφαρμόζει τις φιλοσοφικές ιδέες στην καθημερινότητα και γνώριζε πώς να ξεδιαλύνει πολύπλοκες ιδέες και να τις κάνει προσιτές και ερεθιστικές.
Στη ζωή μου υπήρξα περισσότερο αυνανιστής των γυναικών παρά ενεργός εραστής.
Εισχωρούμε στους ομόκεντρους κύκλους της παρέας τους, που μιλούσαν μεταξύ τους στον πληθυντικό για τα πάντα. Στις γυναίκες που γνώρισαν ή μοιράστηκαν αλλά και τις “τυχαίες” σχέσεις τους, που είχαν συμφωνήσει να μην τους γίνουν ποτέ “απαραίτητες”, σε εκείνο το παιχνίδι της αποπλάνησης του άλλου όπου ρίχνονταν με πάθος, σαν ένα διανοητικό αγώνισμα που τους ερέθιζε σε μέγιστο βαθμό. Γύρω τους, θα περάσουν οι φίλοι δορυφόροι ο ευάλωτος αλαζόνας Αλμπέρ Καμί, ο αδικοχαμένος συγγραφέας Πολ Νιζάν, ο πολύς φιλόσοφος Μερλό – Ποντί, ο Μαξ Ζακόμπ, ο Μπόρις Βιαν με την ιδιότητα κυρίως του τρομπετίστα της modern jazz, η παρέα της Ρώμης (Έλιο Βιτορίνι, Κάρλο Λέβι, Ιγκνάτζο Σιλόνε), η ομάδα του περιοδικού Temps modernes, ο Ρεϊμόν Κενό, ο Πάμπλο Πικάσο, ο Ζορζ Μπατάιγ, ο Άρθουρ Κέσλερ, ο Νίκος Παπατάκης. Παράμερα βλέπω τον εξαιρετικό Αμερικανό συγγραφέα Νέλσον Όλγκριν, αυτόν που γνώρισε στην Μ. τις κακόφημες γειτονιές και τα νέγρικα μπαρ του Σικάγο και την έκανε να αμφισβητήσει το ερωτικό της μανιφέστο.
Δρόμοι της ελευθερίας.
Αυτός ο φιλόσοφος του μπιστρό και της ασφάλτου ένιωθε πως, γράφοντας, αναμετριέται με την Ιστορία την οποία μπορεί και να αλλάξει – πόσο μάλλον όταν κάθε δημοσίευση ή και δήλωση του ζεύγους διαβαζόταν φανατικά. Εναντιώθηκε στον πόλεμο της Αλγερίας και το Βιετνάμ αλλά και στην καταπίεση στην Κούβα και δεν δίστασε μετά την εισβολή στην Πράγα να αποκαλέσει τους Σοβιετικούς (που τον είχαν καταπεριποιηθεί στα ταξίδια του εκεί) “εγκληματίες πολέμου” (κάτι που δεν έκανε νωρίτερα για την Ουγγαρία – ένα από τα “ατοπήματά” του) με δυσάρεστες συνέπειες για τους εκεί φίλους, που έχασαν τις δουλειές τους.
Εκτός από τον πόλεμο και την κατοχή που έκοψε τη ζωή όλων στα δύο, είχαν να αντιμετωπίσουν από καταγγελίες και απολύσεις από τις δουλειές τους έως πραγματικά δύσκολες στιγμές. Η σύνταξη του Μανιφέστου των 121 (μαζί με Μπρετόν, Ντιράς, Ρομπ-Γκριγιέ, Σαρό, κ.ά., για ανεξαρτησία της Αλγερίας και αμνηστία για τους γάλλους στρατιώτες που αρνήθηκαν να πολεμήσουν εναντίον του αλγερινού λαού) είχε ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των Γάλλων να στραφεί εναντίον τους με απειλητικές διαθέσεις, αλλά και να απαγγελθούν στον Σ. νομικές κατηγορίες (μέχρι την υπαναχώρηση του Ντε Γκολ που ατακάρισε “Δεν ρίχνεις στη φυλακή έναν Βολταίρο”), ενώ αργότερα το σπίτι του θα καταστρεφόταν από επίθεση με εκρηκτικά.
Σε μια μνημειώδη στιγμή, τον βλέπω να τον διακόπτει από το γεύμα του ένας δημοσιογράφος για να του ανακοινώσει τη βράβευση με Νόμπελ. Ο Σ. λέει πως δεν ενδιαφέρεται και στρέφει την προσοχή του στις φακές και το αρνάκι του. Αργότερα δηλώνει πως ο συγγραφέας δεν πρέπει να επιτρέπει στον εαυτό του να μετατρέπεται σε θεσμό και πως ευχαρίστως θα δεχόταν το βραβείο στη διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία και μετά το μανιφέστο, αλλά τότε κανείς δεν του το πρόσφερε. Παρομοίως, όταν η Μ. κέρδισε το Γκονκούρ για τους Μανδαρίνους της: δεν πήγαν στην εκδήλωση, δεν ευχαρίστησαν κανέναν, μόνο η παρέα απόλαυσε ένα ήσυχο εορταστικό γεύμα.
Ναυτία – Η κόλαση είναι οι άλλοι;
Φυσικά, όπως συμβαίνει με τέτοιες ιδιάζουσες προσωπικότητες, η υποφαινόμενη ωραιότητα κρύβει παρενέργειες. Η συμπεριφορά τους συχνά γινόταν γραφική ή υπερβολική, θεατρινίζουσα και αυτάρεσκη. Τα πρόσωπα του κύκλου τους χρησιμοποιούνται ως βασικό υλικό έμπνευσης για τα μυθιστορήματά τους αλλά και εφαρμογής των κοσμοθεωριών τους. Ο Σ. αμφισβητούσε συνέχεια τον εαυτό του και τα κίνητρά του, ευάλωτος πίσω από την αγέρωχη δημόσια εικόνα του, ένας χρόνιος καταθλιπτικός.
Οι γυναίκες αποτελούσαν την ασπίδα του προς τον κόσμο και τον αντιπερισπασμό από την ακατάπαυστη εργασία του. Αποτελούσαν προέκταση του υπερεγώ του – σε καμία όμως δεν έδωσε κάτι από το βαθύτερο εαυτό του, εκτός ίσως από την Μ., που ο ίδιος θεωρούσε ότι δημιούργησε. Η σταδιακή μετά θάνατον έκδοση της αλληλογραφίας τους χωρίς καμία λογοκρισία δημιούργησε πικρίες και σοκ στους εραστές και φίλους τους, που διάβαζαν απροκάλυπτα εις βάρος τους αρνητικά ή και ταπεινωτικά σχόλια. Η σύμβαση περί αλήθειας αφορούσε μόνο τους δύο – οι υπόλοιποι έμεναν στο σκοτάδι.
Το ενδιαφέρον του βιβλίου αυξάνεται όσο προχωρούν οι ηλικίες, καθώς ο Σ. ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του με πατημένο γκάζι. Ρίχνεται ξανά στην πολιτική, φτιάχνει εφημερίδες (και την Liberation), πηγαίνει στα κοινόβια να φάει με τους μετανάστες, τους βοηθάει με όποιο τρόπο μπορεί, αγωνίζεται και επιτυγχάνει μαζί με την Σιμόνα του τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων.
Ήδη από το 1950 χρησιμοποιεί ένα διεγερτικό μείγμα αμφεταμίνης και ασπιρίνης, συχνά σε συνδυασμό με μισό μπουκάλι ουίσκι, για να γράφει για ώρες, χωρίς διακοπή, όλα όσα περνάνε από το μυαλό του με απίστευτη ταχύτητα. Το 1954 έπαιρνε γύρω στα είκοσι δισκία την ημέρα και όταν η Μ. του έλεγε πως αυτοκτονεί λίγο λίγο, της απαντούσε πως δεν τον ένοιαζε, πως ήθελε να ανάψει τον ήλιο στο κεφάλι του! Αδυνατεί να πατήσει φρένο και στις προσωπικές του σχέσεις, προσπαθώντας απεγνωσμένα να τις συνδυάσει αλλά και να κρύψει τη μία από την άλλη. Η τύφλωσή του είναι θέμα χρόνου – για 50 χρόνια η πραγματικότητά του βρισκόταν στις λέξεις και τώρα πρέπει να τις στερηθεί.
Εικόνες, εικόνες…
Βλέπω εκείνον με το γρήγορο βάδισμά του και με σκυμμένο το κεφάλι να θυμίζει μποξέρ, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ένας θαρραλέος πιτσιρίκος που τόλμησε να του ζητήσει να γίνει γραμματέας του κι έμεινε μαζί του για 11 χρόνια. Να κάθεται σε μια από τις αναρίθμητες εκδρομές της παρέας, σε κάποιο λιβάδι για να γράψει κι εκείνοι επιστρέφοντας ύστερα από ώρες να τον βρίσκουν να δουλεύει απτόητος από το μανιασμένο άνεμο.
Βλέπω εκείνη να μιλά ανοιχτά για το γυναικείο σώμα και τη γυναικεία σεξουαλικότητα, να περπατάει με μανία εξοχές και βουνά, να προσπαθεί να κατευνάσει τους δυο δαίμονές της, τη ζήλια και το φόβο του θανάτου. Τους βλέπω να ταξιδεύουν ασταμάτητα, να πολεμούν λυσσαλέα το αναπόφευκτο άγχος του υπαρξιακού κενού και να ξορκίζουν κάθε είδους θλίψη στο χαρτί.
Στο τέλος, συλλαμβάνω το μεταξύ τους βλέμμα: ικανοποιημένοι που τήρησαν τις υποσχέσεις τους, με όλες τις αυταπάτες και τα τιμήματα. Η ζωή τους ήταν δικό τους δημιούργημα. Έζησαν πραγματικά όπως επέλεξαν, ισορροπώντας στον έρωτα δίχως όρια, τη συντροφικότητα της παρέας, τη συμμετοχή στα κοινά του κόσμου και τη συγγραφή. Και υποκλίνομαι.
Συντεταγμένες: Hazel Rowley, Tete-a-tete: Simon de Beauvoir & Jean-Paul Sartre, 2005. Στα ελληνικά: εκδ. Μεταίχμιο, 2007, σ. 407, μετάφραση Ελίκη Βαρβάκη. Με 11 μαυρόασπρες φωτογραφίες, εκτενείς σημειώσεις και επίμετρο με συγκεντρωμένη όλη την εργογραφία του ζεύγους και τη σχετική βιβλιογραφία που έχει εκδοθεί εδώ και στο εξωτερικό.
Οι τίτλοι των παραπάνω κομματιών είναι παρμένοι από γραπτά ή τίτλους έργων τους, με εξαίρεση τον 2ο (παράφραση της γνωστής φράσης από την Γυναίκα της διπλανής πόρτας του Φ. Τριφό).
Πηγή: http://pandoxeio.com/
Πηγή: http://pandoxeio.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου